δίπυρο

δίπυρο
το (Α δίπυρος, -ον)
νεοελλ.
πυριτικό άλας αργιλίου, νατρίου και ασβεστίου
αρχ.
αυτός που έχει ψηθεί δύο φορές, διπυρίτης
2. φρ. «διπύρους λαμπάδας» — δύο λαμπάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -πυρος < πυρ (πυρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”